- κολαντρίζω
- μετ.1) уговаривать, склонять; 2) совокупляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολαντρίζω — και κουλαντρίζω 1. καταφέρνω με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσω τις βιοτικές ανάγκες («κολαντρίζει την πενταμελή οικογένειά του, ενώ δεν έχει μόνιμη δουλειά») 2. (για δυσχερείς περιστάσεις) χειρίζομαι επιδέξια, διευθετώ επιτήδεια («τά κολάντρισε καλά… … Dictionary of Greek
κουλαντρίζω — βλ. κολαντρίζω … Dictionary of Greek